- κυβερνάτας
- κῠβερνᾱτας1 steersman
ἐξίει δ' ὥσπερ κυβεράτας ἀνὴρ ἱστίον ἀνεμόεν P. 1.91
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ἐξίει δ' ὥσπερ κυβεράτας ἀνὴρ ἱστίον ἀνεμόεν P. 1.91
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
κυβερνάτας — κυβερνά̱τᾱς , κυβερνήτης steersman masc acc pl (doric) κυβερνά̱τᾱς , κυβερνήτης steersman masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξίημι — ἐξίημι (Α) [ίημι] Ι. 1. αφήνω, επιτρέπω να βγει, να φύγει ή να απλωθεί (α. «ὁ δὲ... ἱκέτευεν ἐξίμεναι», παρακαλούσε να τόν αφήσουν να φύγει, Ομ. Οδ. β. «ἐξίει δ ὥσπερ κυβερνάτας ἀνὴρ ἱστίον ἀνεμόεν», σαν καλός καπετάνιος άφηνε το πανί να απλωθεί … Dictionary of Greek